Ενώσαμε τις δυνάμεις μας με τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος και δημιουργήσαμε μια ενότητα γνώσεων και συμβουλών γύρω από την ψυχική υγεία και ευεξία προσβάσιμη σε όλες και όλους. Η συνεργάτιδά μας αναλύει το βιβλίο “4.000 εβδομάδες: Διαχείριση χρόνου για θνητούς” από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Το βιβλίο του Oliver Burkeman «4.000 εβδομάδες: Διαχείριση χρόνου για θνητούς» αποτελεί έναν στοχασμό σχετικά με την ανθρώπινη υπόσταση, χρησιμοποιώντας ως οργανωτική αρχή του τη σχέση μας με το χρόνο.
Εκκινώντας από την παραδοχή ότι η μέση διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου ισοδυναμεί με περίπου 4.000 εβδομάδες, ο Burkeman προσκαλεί τους αναγνώστες να επανεξετάσουν πώς ιεραρχούν τις ζωές τους. Ο συγγραφέας εστιάζει στο πεπερασμένο της χρονικής διάρκειας της ζωής και διαπλέκει κοινωνικές θεωρίες με έννοιες όπως ο υπαρξισμός και ο φόβος του θανάτου, στην προσπάθεια του να μας δείξει τον τόσο παράδοξο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, ερμηνεύουμε και ανταποκρινόμαστε στους χρονικούς περιορισμούς μας μέσα στις κοινωνικές δομές καθώς και τις συνέπειες για την ψυχική μας υγεία.
Μας θυμίζει ότι οι σύγχρονες κοινωνίες στηρίζονται έντονα στην επιδίωξη της βελτιστοποίησης του χρόνου, προσεγγίζοντάς τον ως ένα πόρο ιδιαίτερα πολύτιμο, αλλά και -δυστυχώς – περιορισμένο. Η κριτική του Burkeman στην κουλτούρα της διαχείρισης του χρόνου άπτεται κοινωνοψυχολογικών θεωριών, όπως για παράδειγμα αυτή της κοινωνικής γνωσιακής επεξεργασίας (Social Cognition), ιδίως αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικοί κανόνες διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των ατόμων. Η κοινωνική γνωσιακή επεξεργασία εξετάζει το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται, σκέφτονται και ανταποκρίνονται στους άλλους μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Ο Burkeman υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές πιέσεις για παραγωγικότητα και αποδοτικότητα είναι βαθιά εσωτερικευμένες, οδηγώντας σε ένα συλλογικό άγχος για τον χρόνο που επηρεάζει τη συμπεριφορά των ατόμων σε μαζική κλίμακα. Ειδικότερα, με βάση τη θεωρία κοινωνικής σύγκρισης (Social Comparison Theory), τα άτομα τείνουν να καθορίζουν την κοινωνική και προσωπική τους αξία με βάση το πώς συγκρίνονται με άλλους. Στο πλαίσιο της διαχείρισης του χρόνου, οι άνθρωποι συχνά συγκρίνουν την παραγωγικότητα και τα επιτεύγματά τους με αυτά των συνομηλίκων τους, οδηγώντας σε μια ανταγωνιστική προσέγγιση του χρόνου που αφορά περισσότερο την τήρηση των κοινωνικών προσδοκιών παρά την εκπλήρωση των προσωπικών στόχων. Ο Burkeman επισημαίνει πώς αυτή η συνεχής σύγκριση μπορεί να οδηγήσει σε συναισθήματα ανεπάρκειας και άγχους, καθώς τα άτομα αισθάνονται πιεσμένα να μεγιστοποιήσουν κάθε λεπτό της ζωής τους για να ανταποκριθούν ή να ξεπεράσουν την παραγωγικότητα των άλλων. Η έννοια της αποδοτικότητας, έχοντας αναχθεί στις σύγχρονες κοινωνίες ως βασική αξία, πιέζει στο να θεωρήσουμε το χρόνο ως μέσο για να επιτύχουμε μεγάλα επίπεδα παραγωγικότητας, όμως ο συγγραφέας μας καλεί να αναλογιστούμε κατά πόσο εν τέλει αυτό είναι μια ρεαλιστική δυνατότητα ή αν πρόκειται για μια επιζήμια πολιτισμική προσδοκία που οδηγεί τους ανθρώπους σε μειωμένα επίπεδα ατομικής ευημερίας.
Πέρα όμως από την κριτική της κουλτούρας διαχείρισης χρόνου, ο συγγραφέας πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα καλώντας μας να αντέξουμε την περιορισμένη μας ικανότητα να ελέγξουμε και να βελτιστοποιούμε την κάθε στιγμή. Μας προτείνει μάλιστα την αποδοχή της αβεβαιότητας και των περιορισμών του χρόνου, μια αλλαγή νοοτροπίας που μπορεί να μειώσει σημαντικά την ψυχολογική πίεση που συνδέεται με τη διαχείριση του χρόνου. Εν τέλει, η λύση του Burkeman δεν είναι να απορρίψουμε εντελώς τη διαχείριση του χρόνου, αλλά να την προσεγγίσουμε με μια πιο ισορροπημένη προοπτική. Ενθαρρύνει τους αναγνώστες να αποδεχτούν ότι ποτέ δεν θα “κατακτήσουν” τον χρόνο και ότι οι λίστες με τις υποχρεώσεις τους δεν θα ολοκληρωθούν ποτέ πλήρως. Αυτή η αποδοχή είναι μια μορφή υπαρξιακού θάρρους, που επιτρέπει στα άτομα να επικεντρωθούν σε αυτό που πραγματικά έχει σημασία, παρά να είναι δέσμια της ψευδαίσθησης του πλήρους ελέγχου στη ζωή τους.