Η κρίση πανικού είναι ένα από τα πιο συχνά αιτήματα για να ξεκινήσει κανείς ψυχοθεραπεία και μάλιστα απασχολεί ως και το 4% του γενικού πληθυσμού. Μοιάζει σαν κάτι το πολύ τρομακτικό την ώρα που εκδηλώνεται, όμως όσο δυσάρεστη είναι, για καλή μας τύχη, είναι άλλο τόσο άκακη. Τι είναι στ’ αλήθεια όμως μία κρίση πανικού και πώς εμφανίζεται;
Η πρώτη κρίση πανικού συνήθως εμφανίζεται απρόοπτα, χωρίς κάποιο άμεσο, εμφανές αίτιο, συχνά και σε μια στιγμή χαλάρωσης, με αποτέλεσμα το άτομο που τη βιώνει να αισθάνεται εξαιρετικά ανήσυχο και να φοβάται πως παθαίνει κάτι πολύ σοβαρό, συνήθως καρδιολογικό, μιας και από τα πιο συνήθη συμπτώματα μεταξύ άλλων, είναι το σφίξιμο στο στήθος και η δυσκολία στην αναπνοή. Κυριαρχεί λοιπόν ένα πολύ πρωτόγνωρο και ζοφερό συναίσθημα ότι κάτι πολύ κακό έρχεται, το άτομο αισθάνεται εγκλωβισμένο και σίγουρο πως πρόκειται να πεθάνει. Νιώθει ταχυπαλμία, δύσπνοια, εφίδρωση, τρέμουλο στα άκρα του, πολλές φορές νιώθει αποπροσωποποιημένο, δηλαδή σα να βρίσκεται έξω από τον εαυτό του και να παρατηρεί αυτό που συμβαίνει από μακριά, σα να αποκόπτεται από την πραγματικότητα και σε κάθε περίπτωση ανήμπορο να ηρεμήσει και να ελέγξει τις σκέψεις του. Πρόκειται πραγματικά για μια τόσο δυνατή (με ιδιαίτερα δυσάρεστο τρόπο) εμπειρία, ώστε πολλές φορές το άτομο να αποφεύγει να πηγαίνει στα μέρη όπου εκδηλώθηκε η κρίση πανικού ή ακόμη και μένοντας μέσα στο σπίτι ή σε μέρη που αισθάνεται ασφάλεια, από φόβο μην του ξανασυμβεί.
Τα καλά νέα είναι ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πεθάνει κάποιος από μια κρίση πανικού (αν και καλό είναι ένα καρδιολογικό τσεκ απ επί τη ευκαιρία), αντιθέτως, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι αυτό που ήδη συνέβη: η τόσο έντονη δυσφορία που μπορεί να κρατήσει από λίγα λεπτά έως μισή ώρα στις πιο πολλές περιπτώσεις. Αν το δούμε λίγο πιο πέρα από τα συμπτώματα όμως, τι είναι πραγματικά μια κρίση πανικού;
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κρίση πανικού είναι ένα καμπανάκι του οργανισμού μας, ένας τρόπος να γίνει αντιληπτό το μήνυμα ότι οι ψυχικές δυνάμεις εξαντλούνται και μάλιστα αυτή η ψυχική πραγματικότητα μπορεί να είναι τόσο έντονη αλλά και τόσο μη παρατηρήσιμη, με αποτέλεσμα πολλές φορές ο μόνος τρόπος αυτό το μήνυμα να μεταφερθεί, να είναι διαμέσου ενός σωματικά έντονου βιώματος. Είναι με άλλα λόγια αυτό που ακούμε πολύ συχνά ως «η κορυφή του παγόβουνου», διότι πραγματικά πρόκειται για ένα άμεσα παρατηρήσιμο σύμπτωμα, που όμως από κάτω μπορεί να υπάρχει ένας μεγάλος όγκος ακατέργαστου ψυχικού υλικού, το οποίο ζητά με κάποιο τρόπο να έρθει στην επιφάνεια, γι’ αυτό και εκτονώνεται με μικρές κρίσεις πανικού.
Ανακύπτει φυσικά το ερώτημα «πώς βοηθά η ψυχοθεραπεία σε όλο αυτό;».
Από τη στιγμή λοιπόν που κάποιος μπει σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία, αυτόματα έχει ένα ασφαλές πλαίσιο, στο οποίο μπορεί να εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ελεύθερα χωρίς να κριτικάρεται και μέσα από τη σχέση που χτίζεται με το θεραπευτή, μπορεί να προσεγγίσει, στο ρυθμό του, το εσωτερικό του δικού του παγόβουνου. Έτσι, μέσα από αυτή τη διαδικασία, σιγά σιγά νοηματοδοτούνται και φωτίζονται πλευρές του ψυχισμού, οι οποίες πιθανότατα παρέμεναν ανεξερεύνητες. Επομένως με αυτόν τον τρόπο τα συμπτώματα σταδιακά υποχωρούν.
Μπορεί να επανέλθουν όμως; Η αλήθεια είναι πως σε περιόδους κρίσεων ή σε κάποιο έντονο γεγονός, μπορεί κάποια συμπτώματα να επανέλθουν, όμως από τη στιγμή που κάποιος ξεκινά να δουλεύει και να γνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του, τα συμπτώματα υποχωρούν και δεν επιστρέφουν με την ίδια ένταση και συχνότητα.
Κοιτώντας την άλλη όψη του νομίσματος λοιπόν, μπορούμε να δούμε τις κρίσεις πανικού ως μία ευκαιρία να μην αναβάλλουμε άλλο να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας και με τον εσωτερικό μας κόσμο με έναν τρόπο πιο ουσιαστικό και συστηματικό. Γι’ αυτό σύμφωνα με τον μεγάλο φιλόσοφο Πυθαγόρα, «το μεν σώμα εστίν ημίν σήμα», δηλαδή το σώμα μας δίνει πληροφορίες για τον εσωτερικό κόσμο, άρα οι κρίσεις πανικού, όσο δυσάρεστες κι αν είναι, ίσως αποτελούν το πρώτο βήμα για κάτι νέο, για μία αλλαγή στη ζωή και για μια πιο ειλικρινή σχέση με τον εαυτό.