Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο να ακούμε φράσεις όπως «θα ξεκινούσα ψυχοθεραπεία, αλλά…» ή «τον τάδε θα τον βοηθούσε πολύ να δει κάποιον ψυχολόγο, αλλά αποκλείεται να πήγαινε ποτέ». Ποιοι είναι άραγε οι πιο συχνοί λόγοι που κάνουν τον κόσμο να αποκλείει την ψυχοθεραπεία σαν επιλογή, και τι μπορεί να σημαίνουν;
1. Πώς θα με βοηθήσει απλά το να μιλήσω;
Στην ψυχοθεραπεία συμβαίνουν στην πραγματικότητα πολλά περισσότερα από το να μιλάει απλά κανείς. Για την ακρίβεια ακόμα και η σιωπή έχει σημασία, το ίδιο και τα όνειρα ή οποιαδήποτε σκέψη εκφράζεται. Στο ίδιο δωμάτιο υπάρχει κάποιος ειδικά εκπαιδευμένος να ακούει ενεργητικά και να εντοπίζει το τι συμβαίνει κρατώντας το θεραπευόμενο ενήμερο και βοηθώντας τον να δει κάποια δυσλειτουργικά μοτίβα που ενδεχομένως ασυνείδητα χρησιμοποιεί και να κάνει σημαντικές συνδέσεις. Κατά κάποιον τρόπο η θεραπευτική σχέση είναι μια πρόβα για τον έξω κόσμο και τις σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους. Το να μιλά κανείς ελεύθερα σε κάποιον επαγγελματία που δεν κρίνει είναι μια αρκετά απελευθερωτική διαδικασία που μπορεί να φέρει πολλές θετικές αλλαγές.
2. Δε χρειάζομαι ψυχολόγο, έχω τους φίλους μου/την οικογένειά μου.
Φυσικά και είναι πολύ χρήσιμο το να μιλά κανείς στους φίλους του ή την οικογένειά του εφόσον αισθάνεται άνετα να το κάνει, όμως ταυτόχρονα η θεραπεία είναι κάτι το ξεχωριστό που δεν υποκαθιστά τη φιλία, ούτε αντίστοιχα η φιλία μπορεί να λειτουργήσει σαν ψυχοθεραπεία, παρόλο που το να υπάρχουν στενές υποστηρικτικές σχέσεις ενισχύει την ψυχική υγεία. Στην ψυχοθεραπεία η δουλειά που γίνεται αφορά αποκλειστικά τον θεραπευόμενο προκαλώντας τον να δει διάφορες πλευρές του που κάποιος μη ειδικός δε θα μπορούσε να το κάνει για διάφορους λόγους, ένας εκ των οποίων είναι το ότι συχνά ο πυρήνας των συγκρούσεων βρίσκεται ακριβώς στις σχέσεις με την οικογένεια και με τους σημαντικούς άλλους, ακόμα και όταν αυτές είναι γενικά ικανοποιητικές. Άλλωστε πολλά πράγματα δε μπορούν να εκφραστούν παρά μόνο στο θεραπευτικό πλαίσιο όπου υπάρχει η σχέση θεραπευτικής συμμαχίας και λείπουν οι προσωπικές προσδοκίες που ενδεχομένως να είχε κάποιος φίλος ή συγγενής.
3. Είναι πολύ ακριβό και δεν έχω τον απαραίτητο χρόνο.
Η θεραπεία είναι σίγουρα κάτι που κοστίζει, όμως αν αναλογιστεί κανείς τα οφέλη που προσφέρει, εν τέλει είναι μια διαδικασία περισσότερο κερδοφόρα για το θεραπευόμενο. Για παράδειγμα γλιτώνει κανείς χρόνο και χρήμα ψάχνοντας εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες πολλές φορές έχουν τεράστιο κόστος και είναι τελικά επιβλαβείς, όπως το να επιδίδεται σε shopping therapy, ή να «κουκουλώνει» το σύμπτωμα με καταχρήσεις ή τζόγο, ενώ είναι πολύ πιθανό να καταφύγει στην αναζήτηση ψυχοθεραπείας ούτως ή άλλως. Ακόμα πιο σημαντικό βέβαια, είναι το ότι αποφεύγει τη διαιώνιση του ψυχικού πόνου. Επιπλέον υπάρχουν δομές χαμηλού κόστους ή και δωρεάν στις οποίες μπορούν να απευθυνθούν όσοι δε μπορούν να στηρίξουν μακροπρόθεσμα το οικονομικό κομμάτι. Όσον αφορά τον ελεύθερο χρόνο, είναι σχεδόν απίθανο κάποιος να μη διαθέτει έστω μία ώρα την εβδομάδα, ειδικά όταν υπάρχει η δυνατότητα της online ψυχοθεραπείας, όπου δεν απαιτείται μετακίνηση.
4. Πήγα μια φορά σε έναν ψυχολόγο και δε με βοήθησε.
Ας σκεφτούμε κάποιον που θέλει πολύ να ασχοληθεί με τη μουσική και ξεκινά να μάθει πιάνο σε κάποιο ωδείο στο οποίο τελικά δεν αισθάνεται άνετα. Δε θα ήταν κρίμα εξαιτίας αυτού να παρατήσει εντελώς το πιάνο αντί να βρει έναν νέο μουσικό που να τον εμπνέει περισσότερο να εξελιχθεί; Σε διάφορες έρευνες έχει βρεθεί ότι είναι δυνατόν να εγκατασταθούν μορφολογικές αλλαγές στους νευρώνες, όταν μεταβληθεί η ισχύς μεταξύ των συνάψεων μεταξύ τους, κάτι που έχει αποδειχτεί ότι συμβαίνει διαμέσου ψυχοθεραπείας όπως η ψυχοδυναμική, καθώς και αλλαγές στα επίπεδα σεροτονίνης. Αυτό φυσικά δε θα ήταν δυνατό να γίνει μέσα σε 50 λεπτά, αλλά είναι κάτι που χτίζεται με τον καιρό μέσα από τη σχέση με τον εκάστοτε θεραπευτή, όπως και κάθε άλλη δεξιότητα. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η θεραπεία βασίζεται σε αυτή τη σχέση, είναι σημαντικό να βρει ο καθένας τον θεραπευτή που του ταιριάζει, κάτι που μπορεί να μη συμβεί με την πρώτη προσπάθεια, όπως σε πολλές σχέσεις, όμως δεν αξίζει να αποθαρρυνθεί κανείς μόνο από αυτό, μιας και κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, επομένως είναι δύσκολο να υπάρξει η ίδια απογοήτευση ξανά.
5. Ξέρω τι μου φταίει και δε μπορώ να το λύσω, πώς ένας ξένος θα με βοηθήσει;
Η ικανότητα να εντοπίζουμε τι πάει στραβά είναι πολύ χρήσιμη γιατί μας κρατά ενήμερους για το τι μας συμβαίνει, όμως πολλές φορές αυτό δεν πάει παρακάτω ώστε να πάψει να υπάρχει ένας φαύλος κύκλος. Σε αυτό το σημείο έρχεται η θεραπεία δίνοντας μια ευκαιρία για βαθύτερη κατανόηση, αλλαγή και διάρκεια στο χρόνο. Ο θεραπευτής μπορεί να μοιάζει σαν ένας ξένος, όμως συνήθως γρήγορα δημιουργείται ένα υποστηρικτικό πλαίσιο αποδοχής και μια σχέση συμμαχίας, καθιστώντας πιο εύκολο το να εκφράζονται διαφόρων ειδών συναισθήματα και σκέψεις. Έτσι είναι πιο εύκολο εκτός από την γνωστική κατανόηση του προβλήματος να γίνει και μια συναισθηματική καταγραφή ώστε να συνδεθούν αυτά τα δύο μέρη και να ανοίξει ο δρόμος προς την αλλαγή.
6. Γιατί να ξεκινήσω θεραπεία όταν τα χάπια είναι πολύ πιο φθηνά;
Σίγουρα η φαρμακευτική αγωγή είναι κάτι το οποίο πραγματικά μπορεί να βοηθήσει πολύ, δεν είναι όμως η πρώτη λύση που μπορεί να βρει κανείς. Με τη θεραπεία δια του λόγου όμως, μπορεί να αποφευχθεί η αγωγή και να υπάρξει μακροπρόθεσμη ποιοτικά αλλαγή, είναι βέβαια κάτι που απαιτεί χρόνο και προσπάθεια σε αντίθεση με μια κατασταλτική, φαινομενικά άμεση λύση που φαντάζεται κάποιος πως θα του προσέφερε ένα φάρμακο. Το πιο πιθανό όμως είναι και ένας ψυχίατρος να παραπέμψει σε ψυχολόγο, εάν δε συντρέχει κάποιος λόγος που να καθιστά τη λήψη αγωγής απαραίτητη, μιας και η αγωγή απευθύνεται στο σύμπτωμα και όχι στα βαθύτερα αίτια μιας ψυχικής κατάστασης όπως είναι το άγχος και σίγουρα δεν αποτελεί μόνιμη λύση. Επίσης, σε περιπτώσεις που η φαρμακευτική αγωγή κριθεί απαραίτητη, όπως σε μια κατάθλιψη, τα αποτελέσματα είναι καλύτερα όταν συνδυάζεται με ψυχοθεραπεία.
7. Οι ψυχολόγοι δεν λένε τίποτα, απλά σε ακούν να μιλάς και το κάνουν για τα λεφτά.
Το πόσο μιλά ο κάθε θεραπευτής εξαρτάται από τον ίδιο το θεραπευτή και από το είδος της εκπαίδευσης που έχει λάβει, επομένως είναι σημαντικό να βρει κανείς το είδος της ψυχοθεραπείας στο οποίο νιώθει πιο άνετα να επενδύσει. Σε κάθε περίπτωση η ενεργητική ακρόαση είναι ένα μεγάλο μέρος της διαδικασίας και είναι σημαντικό να δίνεται χώρος και χρόνος στον θεραπευόμενο να εκφραστεί χωρίς να σημαίνει ότι ο θεραπευτής παραμένει εξολοκλήρου σιωπηλός και αδιάφορος όπως ίσως στερεοτυπικά πιστεύεται. Ακόμη, το κομμάτι της πληρωμής δεν αναιρεί το γεγονός ότι για να μιλάμε για μια πετυχημένη θεραπεία θα πρέπει να υπάρχει μια ισχυρή σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου η οποία όμως ταυτόχρονα αναπτύσσεται μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο, μέρος του οποίου είναι και η αμοιβή. Εξάλλου, ένα βασικό κίνητρο σύμφωνα με το οποίο επιλέγει κανείς αυτό το επάγγελμα συνήθως είναι η τάση να προσφέρει βοήθεια, όχι το για να γίνει πλούσιος.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι λοιπόν οι οποίοι φαινομενικά μπορεί να εμποδίζουν κάποιον από το να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, ακόμη κι αν ένα κομμάτι του ξέρει ότι θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυτό. Εξετάζοντάς το λίγο προσεκτικότερα όμως, ίσως διαπιστώσουμε πως η αληθινή αιτία να είναι ότι ίσως κανείς δεν είναι έτοιμος γι’ αυτό, κάτι που μπορεί να συμβαίνει για διάφορους λόγους, όπως το ότι έμαθε στη ζωή να τα βγάζει πέρα μόνος, η ιδέα ότι ο ψυχολόγος είναι για τους «αδύναμους», ή ότι η ψυχοθεραπεία είναι η τελευταία επιλογή μόνο αφού έχει καταρρεύσει τελείως. Είναι σημαντικό λοιπόν να ξεκινήσει κάποιος ψυχοθεραπεία όταν υπάρχει η αίσθηση της ετοιμότητας για μια ουσιαστική επένδυση στον εαυτό, διότι οι παραπάνω λόγοι μάλλον αποτελούν μία άμυνα, έναν άλλο τρόπο να πει κανείς «δε θέλω να δεχτώ βοήθεια», επομένως δε θα είχε και νόημα η όλη διαδικασία. Παρόλα αυτά, είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε «γιατί άραγε αναζητώ μια γρήγορη λύση και δε θέλω να ασχοληθώ με εμένα σε βάθος;», «γιατί δυσκολεύομαι να μιλήσω σε κάποιον που δεν είναι κοντινός μου;», «γιατί με απασχολεί τόσο έντονα το πώς θα με δουν οι άλλοι αν τους πω ότι βλέπω ψυχολόγο;», «τι πραγματικά με σταματάει από το να ζητήσω βοήθεια, εφόσον κατά πάσα πιθανότητα μετά θα νιώσω καλύτερα;». Τέλος, ας έχουμε κατά νου ότι δε χρειάζεται να καταφύγει κανείς στην ψυχοθεραπεία όταν πια «δεν πάει άλλο», αλλά μπορούμε να επενδύσουμε νωρίτερα, προσφέροντας στον εαυτό μας νέα εφόδια, νέες οπτικές, αποφεύγοντας το να παραμένουμε καθηλωμένοι σε κάτι δυσλειτουργικό απλά και μόνο επειδή είναι γνώριμο.