Η θεραπευτική σχέση ανάμεσα σε ψυχοθεραπευτή και θεραπευόμενο είναι μοναδική και ιδιαίτερη[1]. Στην αρχή, ένας θεραπευόμενος – ειδικά αν πραγματοποιεί για πρώτη φορά ψυχοθεραπεία – μπορεί να αισθανθεί άγχος, να μην γνωρίζει τι να πει, και αυτό γιατί καλείται να “ανοιχτεί” μπροστά σε έναν άγνωστο και να μιλήσει για τον εαυτό του και πολύ προσωπικά θέματα.
Χρειάζεται λοιπόν να αισθάνεται άνετος, ελεύθερος και ασφαλής στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, ώστε να μπορέσει να αισθανθεί εμπιστοσύνη και να εκφράζεται ελεύθερα. Έτσι μόνο θα μπορέσει να αρχίσει να είναι ο αυθεντικός του εαυτός και να αρχίσει να δουλεύει στα ζητήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Παρακάτω, θα δούμε τι είναι η θεραπευτική αυτή σχέση και γιατί είναι τόσο σημαντική για την αλλαγή του θεραπευόμενου.
Τι είναι η θεραπευτική σχέση;
Η σχέση που έχει ο ψυχοθεραπευτής με τον θεραπευόμενο, δηλαδή η θεραπευτική σχέση, είναι βασική για την πορεία της θεραπείας. Σύμφωνα με πολλούς διακεκριμένους θεραπευτές, όπως ο Leahy[2], είναι από τα πιο βασικά στοιχεία για κάθε ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που επιλέγεται.
Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να αναπτυχθεί μια πολύ καλή σχέση μεταξύ των δύο αυτών ατόμων από τις πρώτες συνεδρίες. Όμως, δεν είναι και σπάνιο να χρειάζεται χρόνος για να συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτό εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Ένας από αυτούς είναι το πόσο έτοιμος θα νιώσει ο θεραπευόμενος. Εξίσου όμως σημαντικό είναι να μπορεί ο ψυχοθεραπευτής να εμπνέει ασφάλεια, για να μπορέσει να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να εξωτερικεύσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του.
Σε τι διαφέρει από τις άλλες σχέσεις της ζωής ενός ατόμου;
Η σχέση αυτή είναι διαφορετική από τις άλλες που αναπτύσσει κανείς κατά τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει είναι τα όρια και οι κανόνες[3]. Η θεραπευτική σχέση διαμορφώνεται γύρω από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και για έναν συγκεκριμένο σκοπό. Αυτός συνήθως είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος του θεραπευόμενου. Επιπλέον, χαρακτηρίζεται από ισοτιμία, αφού και τα δύο άτομα λειτουργούν για να πετύχουν έναν κοινό και συγκεκριμένο στόχο.[4]
Δες εδώ: Τί είναι το θεραπευτικό συμβόλαιο;

Τι πετυχαίνει αυτή η σχέση;
Η σχέση που αναπτύσσει ο ψυχοθεραπευτής με τον θεραπευόμενο παίζει μεγάλο ρόλο στο αποτέλεσμα της θεραπείας[5]. Μια καλή θεραπευτική σχέση, η ασφάλεια και η οικειότητα που αναπτύσσεται μπορεί από μόνη της να φανεί πολύ θεραπευτική ακόμη και από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται.
Ακόμη και οι πιο επιφυλακτικοί θεραπευόμενοι σε ένα ασφαλές πλαίσιο μπορούν να αφήσουν για λίγο τις άμυνες τους και να δείξουν μια πτυχή του εαυτού τους που σπάνια δείχνουν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι θεραπευόμενοι συνεργάζονται καλύτερα με τον θεραπευτή και δέχονται πιο εύκολα τη θεραπεία. Σκέψου τον εαυτό σου σε διάφορες συνθήκες της καθημερινότητας σου. Πόσο πιο εύκολα ανοίγεσαι και δέχεσαι τις συμβουλές ανθρώπων με τους οποίους αισθάνεσαι όμορφα, οικεία και ο εαυτός σου;
Τι μπορεί να επηρεάσει μια καλή θεραπευτική σχέση;
Υπάρχουν μερικά χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν τη σχέση του ψυχοθεραπευτή και του θεραπευόμενου. Αυτά είναι:
Χαρακτηριστικά ψυχοθεραπευτή
Δεν αρκεί μόνο η κατάρτιση ή η εμπειρία. Ο ψυχοθεραπευτής θα πρέπει να διαθέτει ορισμένα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που θα βοηθήσουν τον θεραπευόμενο να αισθανθεί άνετα και ασφαλής μέσα στη διαδικασία.
Ζεστασιά, γνησιότητα, αμεσότητα, ενσυναίσθηση και μια βαθιά, άνευ όρων αποδοχή της προσωπικότητας του θεραπευόμενου είναι τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίζεται μια σχέση εμπιστοσύνης. Όταν ο θεραπευόμενος νιώθει ότι γίνεται αποδεκτός χωρίς κριτική, μπορεί σταδιακά να αφήσει τις άμυνες του και να εκφραστεί αυθεντικά. Αντίθετα, μια στάση που περιλαμβάνει επικριτικότητα, έλλειψη αποδοχής ή δυσκολία στην επικοινωνία μπορεί να δημιουργήσει αποστάσεις και να εμποδίσει τη θεραπευτική διαδικασία.
Χαρακτηριστικά θεραπευόμενου
Δεν είναι σπάνιο ένας θεραπευόμενος να θέλει, αλλά να δυσκολεύεται να εκφράσει όσα τον απασχολούν. Μπορεί να νιώθει ντροπή, άγχος ή απλώς να μην είναι ακόμα έτοιμος εσωτερικά για μια τέτοια διαδικασία. Κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό και αποδεκτό. Πολλοί είναι αυτοί που καλούνται για πρώτη φορά να εκφράσουν πράγματα που κρατούν μέσα τους για χρόνια.
Αυτή η αρχική δυσκολία, ωστόσο, δεν σημαίνει αδιέξοδο. Αντίθετα, αποτελεί συχνά μια δημιουργική πρόκληση για τον ψυχοθεραπευτή, ο οποίος καλείται να κερδίσει σταδιακά την εμπιστοσύνη του θεραπευόμενου και να του δείξει πως ακόμη και το να είναι εκεί και να τον ακούει είναι ένα μεγάλο βήμα για την επίλυση ενός προβλήματος.
Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις όπου η απροθυμία του θεραπευόμενου να συνεργαστεί ή να εμπλακεί ενεργά στη διαδικασία μπορεί να φέρει εμπόδια στη θεραπεία. Μια τέτοια στάση, όταν παραμένει σταθερή και δεν δουλεύεται, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την πορεία της θεραπευτικής σχέσης, και κατά συνέπεια της θεραπείας. Όμως, αυτό δε σημαίνει πως δε γίνεται να αλλάξει αυτή η κατάσταση. Μπορεί απλά ο θεραπευόμενος να χρειάζεται περισσότερο χρόνο. Ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται διαφορετικό χρόνο για να “ξεκλειδώσει” και να αρχίσει να δουλεύει ψυχοθεραπευτικά.
Η αλλαγή δεν είναι μόνο οι τεχνικές ή οι μέθοδοι της ψυχοθεραπείας, αλλά και η ίδια η σχέση που χτίζεται ανάμεσα σε ψυχοθεραπευτή και θεραπευόμενο. Όταν η σχέση αυτή βασίζεται στην εμπιστοσύνη, την αποδοχή και τον σεβασμό, τότε ο θεραπευόμενος μπορεί να νιώσει ασφαλής να ακολουθήσει τις κατευθύνσεις που του δίνονται, χωρίς φόβο ή δισταγμό. Κάνε το πρώτο βήμα για την αλλαγή που θέλεις να δεις στη ζωή σου και ξεκίνησε το δικό σου ταξίδι στην ψυχοθεραπεία!
Πηγές
[1] Norcross, J. C., & Wampold, B. E. (2011). Evidence-based therapy relationships: Research conclusions and clinical practices. Psychotherapy, 48(1), 98–102. https://doi.org/10.1037/a0022161
[2] Leahy, R. L. (2008). The therapeutic relationship in cognitive-behavioral therapy. Behavioural and Cognitive Psychotherapy, 36(6), 769–777. https://doi.org/10.1017/S1352465808004852 .
[3] Norcross, J. C., & Wampold, B. E. (2011). Evidence-based therapy relationships: Research conclusions and clinical practices. Psychotherapy, 48(1), 98–102. https://doi.org/10.1037/a0022161
[4] Ευσταθίου, Γ., Ευθυμίου, Κ., & Χαρίλα, Ν. (2014). Γνωσιακή- Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία Διαταραχών Προσωπικότητας. Αθήνα: ΙΕΘΣ.
[5] Lambert, M. J., & Barley, D. E. (2001). Research summary on the therapeutic relationship and psychotherapy outcome. Psychotherapy: Theory, Research, Practice, Training, 38(4), 357–361. https://doi.org/10.1037/0033-3204.38.4.357