Αν έχεις ακούσει τον όρο «σχιζοφρένεια» και τον έχεις συνδέσει με ταινίες τρόμου, αλλόκοτες συμπεριφορές ή διχασμένες προσωπικότητες, δεν είσαι ο μόνος. Η σχιζοφρένεια είναι μια από τις πιο παρεξηγημένες ψυχικές διαταραχές, κάτι το οποίο είναι άδικο για τους ανθρώπους που ζουν με αυτήν, όσο και για τους κοντινούς τους ανθρώπους. Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή και ας δούμε τι πραγματικά είναι η σχιζοφρένεια, ποια είναι τα συμπτώματά της και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Τι είναι η σχιζοφρένεια
Η σχιζοφρένεια είναι ένα είδος ψύχωσης (σύνολο συμπτωμάτων που επηρεάζουν τη λειτουργία του μυαλού και χαρακτηρίζονται από απώλεια επαφής με την πραγματικότητα) και πρόκειται για μια σοβαρή ψυχική ασθένεια που επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο σκέφτεται, αισθάνεται και συμπεριφέρεται. Τα άτομα που πάσχουν από σχιζοφρένεια φαίνονται σαν να έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα, Κατά τη διάρκεια ενός ψυχωτικού επεισοδίου, οι σκέψεις και η αντίληψη ενός ανθρώπου με σχιζοφρένεια αλλοιώνονται και δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τι είναι πραγματικό και τι όχι.
Η πολυπλοκότητα της σχιζοφρένειας ίσως εξηγεί γιατί υπάρχουν πολλές παρανοήσεις γύρω από αυτήν. Παρότι η λέξη προέρχεται από τα λατινικά και σημαίνει «διχασμένος νους», η ασθένεια δεν έχει καμία σχέση με την «πολλαπλή προσωπικότητα» ή τον «διχασμό προσωπικότητας». Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία (American Psychiatric Association, APA) oι περισσότεροι άνθρωποι με σχιζοφρένεια δεν είναι περισσότερο επικίνδυνοι ή βίαιοι από το γενικό πληθυσμό – αντίθετα, συχνά είναι πιο ευάλωτοι στο να πέσουν θύματα εγκληματικών ενεργειών.
Φυσιοπαθολογία
Οι ερευνητές θεωρούν ότι διαταραχές στη μετάδοση νευροδιαβιβαστών αποτελούν τη βάση σχετικά με τη βιολογική αιτιολογία της σχιζοφρένειας. Πιο συγκεκριμένα, έχει διαπιστωθεί ότι είτε η υπερβολική είτε η ανεπαρκής λειτουργία νευροδιαβιβαστών όπως η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και το γλουταμινικό οξύ μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνιση της νόσου. Άλλες ουσίες όπως το ασπαρτικό οξύ, η γλυκίνη και το GABA έχουν επίσης θεωρηθεί υπεύθυνες για τη διαταραχή της χημικής ισορροπίας στον εγκέφαλο που προκαλεί την ασθένεια αυτή.[1]
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας διακρίνονται σε θετικά, αρνητικά και γνωστικά:
Θετικά (ή ψυχωσικά) συμπτώματα
Τα ψυχωσικά συμπτώματα αφορούν μεταβολές στον τρόπο σκέψης, στη συμπεριφορά και στην αντίληψη του ατόμου για τον κόσμο γύρω του.Αυτά περιλαμβάνουν:
- Ψευδαισθήσεις/Αυταπάτες: Έντονες πεποιθήσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και φαίνονται παράλογες στους άλλους. Π.χ. το άτομο πιστεύει ότι το παρακολουθούν ή ότι τα ΜΜΕ του στέλνουν προσωπικά μηνύματα.
- Παραισθήσεις: Το άτομο βλέπει ή ακούει πράγματα που δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, όπως φωνές, που είναι και το πιο κοινό φαινόμενο.
- Αποδιοργανωμένη σκέψη και λόγος: Το άτομο ενδέχεται να σκέφτεται ή να μιλά με τρόπο αποδιοργανωμένο, να αλλάζει συχνά θέμα ή να επινοεί λέξεις χωρίς νόημα.
Αρνητικά συμπτώματα
Τα συμπτώματα αυτά αναφέρονται στην απώλεια ενδιαφέροντος και κινήτρων, καθώς και στην κοινωνική απομόνωση. Περιλαμβάνουν:
- Δυσκολία στην οργάνωση και στην ολοκλήρωση καθημερινών δραστηριοτήτων (π.χ. ψώνια)
- Έλλειψη ευχαρίστησης σε δραστηριότητες που παλαιότερα ήταν ευχάριστες
- Μονότονη φωνή, μειωμένες εκφράσεις προσώπου
- Κοινωνική απομόνωση ή αμήχανη κοινωνική συμπεριφορά
- Χαμηλά επίπεδα ενέργειας, παθητικότητα. Σε ακραίες περιπτώσεις, το άτομο μπορεί να παραμένει ακίνητο ή σιωπηλό για μεγάλα χρονικά διαστήματα (κατατονία)
Γνωστικά συμπτώματα
Επηρεάζουν τη συγκέντρωση, τη μνήμη και την ικανότητα λήψης αποφάσεων. Αυτά τα προβλήματα δυσκολεύουν την κατανόηση συζητήσεων και την καθημερινή λειτουργία ενός ατόμου:
- Δυσκολία στην επεξεργασία πληροφοριών και στη λήψη αποφάσεων
- Δυσκολία στη συγκράτηση νέων πληροφοριών
- Δυσκολία στη συγκέντρωση ή την προσοχή
Διάγνωση
Σύμφωνα με το Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fifth Edition (DSM-5) «τα διαγνωστικά κριτήρια για τη σχιζοφρένεια περιλαμβάνουν την παρουσία δύο ή περισσότερων από τα εξής συμπτώματα κατά τη διάρκεια ενός μήνα: παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, αποδιοργανωμένος λόγος, έντονα αποδιοργανωμένη ή κατατονική συμπεριφορά, και αρνητικά συμπτώματα». Για να τεθεί η διάγνωση, τουλάχιστον ένα από τα βασικά συμπτώματα πρέπει να είναι είτε παραισθήσεις, είτε ψευδαισθήσεις, είτε αποδιοργανωμένος λόγος.
Επιπλέον, για να τεκμηριωθεί η διάγνωση της σχιζοφρένειας, ο ασθενής πρέπει να εμφανίζει μείωση στη λειτουργικότητά του σε βασικούς τομείς της ζωής του, όπως η εργασία, οι διαπροσωπικές σχέσεις ή η προσωπική φροντίδα.
Πρέπει επίσης να υπάρχουν συνεχείς ενδείξεις της διαταραχής για τουλάχιστον έξι μήνες, εκ των οποίων ο ένας τουλάχιστον πρέπει να περιλαμβάνει τα ενεργά συμπτώματα που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Τέλος, είναι απαραίτητο να γίνει λεπτομερής διαφορική διάγνωση, ώστε να αποκλειστούν άλλες ψυχικές διαταραχές που ενδέχεται να παρουσιάζουν παρόμοια συμπτώματα και να επιβεβαιωθεί ότι τα συμπτώματα δεν είναι αποτέλεσμα κατάχρησης ουσιών ή άλλης ιατρικής ασθένειας».

Πώς προκαλείται η σχιζοφρένεια;
Τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν ότι οι γενετικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της σχιζοφρένειας. Σύμφωνα με μελέτες, η πιθανότητα εμφάνισης της ασθένειας αγγίζει το 10% όταν υπάρχει συγγενής πρώτου βαθμού που είχε προηγουμένως και 3% όταν ο συγγενής είναι δεύτερου βαθμού.[2]
Ωστόσο, τόσο περιβαλλοντικοί όσο και κοινωνικοί παράγοντες φαίνεται να συμβάλλουν σημαντικά στην εμφάνιση της σχιζοφρένειας, ιδίως σε άτομα με προδιάθεση, όπως:
- Τραυματικές εμπειρίες στην παιδική ηλικία
- Μοναχικότητα και κοινωνική απομόνωση
- Καταπίεση, ρατσισμός και οικονομικές δυσκολίες, που μπορεί να ενισχύσουν παραληρητική ή παρανοϊκή σκέψη
Η ζωή με σχιζοφρένεια
Τα άτομα με σχιζοφρένεια συχνά αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες στην καθημερινότητά τους. Η κατάχρηση ουσιών όπως το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά είναι συχνή. Επιπλέον, συχνά συνυπάρχουν διαταραχές άγχους, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, που επιδεινώνουν τα συμπτώματα της ασθένειας. Επιπλέον, πολλά άτομα δεν έχουν επίγνωση της ασθένειάς τους, κάτι που οδηγεί σε μη συμμόρφωση με τη θεραπεία, σε υποτροπές, σε κοινωνική απομόνωση και γενικότερη επιδείνωση της κατάστασης.
Οι συνέπειες στη λειτουργικότητα ενός ανθρώπου στην καθημερινότητά του είναι πολύ σημαντικές. Τα άτομα με σχιζοφρένεια συχνά δεν ολοκληρώνουν την εκπαίδευσή τους, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην επαγγελματική αποκατάσταση και διατηρούν περιορισμένες κοινωνικές σχέσεις. Χρειάζονται καθημερινή υποστήριξη για τη διαχείριση των συμπτωμάτων τους. Ωστόσο, με συγκεκριμένες θεραπευτικές προσεγγίσεις, ένας άνθρωπος με σχιζοφρένεια μπορεί να έχει υπό έλεγχο τα συμπτώματά του και να πετύχει μια ομαλή καθημερινότητα, ακόμη και αν αυτό απαιτήσει κάποιο χρόνο.
Αντιμετώπιση
Η σχιζοφρένεια δεν «θεραπεύεται» με την έννοια της οριστικής εξάλειψης, αλλά είναι διαχειρίσιμη και πολλοί άνθρωποι καταφέρνουν να έχουν λειτουργική ζωή με μειωμένα συμπτώματα.
Όσον αφορά τη φαρμακευτική αγωγή, σε άτομα με σχιζοφρένεια συνήθως χορηγούνται αντιψυχωσικά φάρμακα, τα οποία είναι αποτελεσματικά στη μείωση των ψυχωσικών συμπτωμάτων κατά την οξεία φάση. Παράλληλα, βοηθούν στη μείωση της πιθανότητας μελλοντικών κρίσεων και στην έντασή τους.
Παράλληλα, η ψυχοθεραπεία, όπως η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία ή η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία, μπορούν επίσης να συμβάλουν στη μείωση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της λειτουργικότητας του ατόμου. Άλλες παρεμβάσεις επικεντρώνονται στη διαχείριση του άγχους, τη στήριξη της απασχόλησης και την ενίσχυση των κοινωνικών δεξιοτήτων, με στόχο τη βελτίωση της συνολικής ποιότητας της ζωής όσων πάσχουν από αυτή.
Η σχιζοφρένεια δεν είναι ταμπέλα, δεν είναι λόγος για απομόνωση και σίγουρα δεν είναι επιλογή. Όσο πιο πολύ ενημερωνόμαστε, τόσο πιο εύκολο είναι να σπάσουμε το στίγμα και να χτίσουμε μια κοινωνία που αγκαλιάζει κάθε άνθρωπο – όχι μόνο τους «λειτουργικούς», αλλά και εκείνους που χρειάζονται λίγο παραπάνω στήριξη.
Πηγές
[1] Patel, K. R., Cherian, J., Gohil, K., & Atkinson, D. (2014). Schizophrenia: overview and treatment options. P & T : a peer-reviewed journal for formulary management, 39(9), 638–645.
[2] McDonald, C., & Murphy, K. C. (2003). The new genetics of schizophrenia. Psychiatric Clinics of North America, 26(1), 41–63. https://doi.org/10.1016/S0193-953X(02)00030-8