Τα Χριστούγεννα, και η αναμονή κάθε νέας χρονιάς, συνοδεύονται από την αίσθηση οτι ένας κύκλος έκλεισε κι ένας καινούργιος στέκεται προ των πυλών. Είναι για τους περισσότερους από εμάς μια επιφορτισμένη συναισθηματικά περίοδος, οπού καλούμαστε να αποχαιρετίσουμε συνειδητά το παρελθόν και να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας για κάτι καινούργιο: μια ανανεωτική αρχή, μια διαφορετική εξέλιξη, ένα αποφασιστικό προχώρημα. Κι όσο κι αν τα προχωρήματα, πάντα υποσχόμενα και εξιδανικευμένα, μας γεμίζουν αισιοδοξία, ενέχουν στην ουσία τους θλίψη και κατήφεια, λόγω του επικείμενου αποχωρισμού από όσα έχουμε μάθει, συνηθίσει, ιδιοποιηθεί. Και όλο αυτό, συμβαίνει ειρωνικά, υπό το φώς λαμπιόνων, κεριών και πυροτεχνημάτων.
Στην εξίσωση της θλίψης των Χριστουγέννων, πέρα από το βάρος του αποχωρισμού, έρχεται να προστεθεί, ο εκ του πολιτισμού επιβεβλημένος ετήσιος απολογισμός μας. Τί κατακτήσαμε τη χρονιά που πέρασε; Πόσο εξελιχθήκαμε; Πετύχαμε τους στόχους μας; Οι στόχοι είναι μια έννοια που συνδέεται σε διάφορα επίπεδα με το κλείσιμο της χρονιάς. Οι αριθμοί της τελευταίας αναφοράς του Statistic Brain Research Institute δείχνουν οτι 41% Αμερικανών πολιτών επιλέγει να θέσει, αυτή την περίοδο του χρόνου, στόχους προς επίτευξη για την επικείμενη χρονιά. Από την άλλη, οι στόχοι συμπορεύονται συνήθως με μια όμοια με αυτήν των Χριστουγέννων αμφιθυμία. Όσο στεκόμαστε πίσω τους, διακατεχόμαστε από αισιοδοξία και ανυπομονησία για την επίτευξή τους. Όσο περνάμε μπροστά τους, από αγωνία και ανησυχία.
Η ώρα της κρίσης έχει την ικανότητα όλους να τους αναστατώνει, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο. Βέβαια, στην ευτυχή συνειδητοποίηση της εύνοιάς της, με επιτευγμένα όλα τα περσινώς στοχοθετημένα σχέδια, η αναστάτωση που επιφέρει είναι ομολογουμένως ευχάριστη. Πόσο συχνή είναι όμως αυτή η ευχάριστη έκβαση στην περίπτωση των πρωτοχρονιάτικων στόχων;
«Να είμαι καλύτερη μητέρα, να τρώω πιο υγιεινά, να γυμνάζομαι περισσότερο, να κόψω το κάπνισμα, να επεκτείνω την επιχείρηση μου, να απολαμβάνω περισσότερο τη ζωή…», είναι μερικοί από τους πιο συνηθισμένους στόχους που ευχόμαστε να έχουμε πετύχει κάθε «του χρόνου» τέτοια μέρα. Πολλοί ερευνητές έχουν ασχοληθεί με το παράδοξο φαινόμενο των πρωτοχρονιάτικων στόχων. Λίγοι, όσοι από εμάς τους πετυχαίνουμε τελικά. Ποια είναι εκείνη η παράλογη ιδιότητα που μας κάνει να θέτουμε τόσο αισιόδοξα στόχους που, για τους περισσότερους από εμάς, προδιαγράφουν σχεδόν νομοτελειακά την εν τέλει απογοήτευση μας από την αδυναμία μας να τους πετύχουμε;
Ως κοινός παράγοντας των παραπάνω στόχων διαφαίνεται η ευχή για μια εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού μας, όχι σε μελλοντική προοπτική, αλλά στον παρόντα χρόνο. Η μητέρα που εύχεται να γίνει καλύτερη μητέρα, ουσιαστικά δεν οργανώνει μια στοχοθεσία για να το επιτύχει σταδιακά στο μέλλον, αλλά επισημαίνει στον εαυτό της οτι στο παρόν δεν είναι ικανοποιητικά καλή μητέρα. Όχι «του χρόνου», αλλά εδώ και τώρα θα ήθελε να είναι καλύτερη μητέρα. Ο άνδρας που εύχεται να γυμνάζεται εντατικότερα, δεν προβλέπει με ποια μέσα θα το επιτύχει αυτό (χρόνος, τρόπος, τόπος), αλλά επισημαίνει τις υποκειμενικές ελλείψεις του τη στιγμή που διατυπώνει τον στόχο του, αντανακλώντας -και συνάμα τροφοδοτώντας- την απογοήτευση από τον εαυτό του.
Οι παραπάνω στόχοι, λοιπόν, μοιάζουν περισσότερο με δηλώσεις μη αποδοχής του εαυτού μας στο εδώ και τώρα, παρά με πραγματικά εγχειρήματα επίτευξης στο μέλλον. Ο καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, Peter Herman, αναφέρεται στην παραπάνω πρακτική ως « σύνδρομο εσφαλμένης ελπίδας ». Σύμφωνα με τον ίδιο, έχουμε την τάση να θέτουμε μη ρεαλιστικούς στόχους, που βρίσκονται σε απόλυτη απόκλιση από την ενδόμυχα σχηματισμένη αυτοεικόνα μας. Ανάλογος ψυχολογικός μηχανισμός εντοπίζεται στις θετικές διαβεβαιώσεις του εαυτού μας, που διατυπώνουμε συνήθως λίγο πριν μια σημαντική αναμέτρηση ή μετα από μια αποτυχία, και αφελώς αποβλέπουν στη βελτίωση της αυτοεκτίμησής μας. Ωστόσο η λειτουργία τους, όχι μόνο είναι αναποτελεσματική, αλλά επιφέρει και επιβλαβείς συνέπειες για την πρόσληψη της αυτοεικόνας, τονίζοντας την απόρριψη του ενεστώτα εαυτού μας και καταρρακώνοντας την αυτοεκτίμησή μας.
Η αυτοεκτίμηση και η αποδοχή του εαυτού μας είναι βασικές προϋποθέσεις για τη δέσμευση και την αφοσίωση στη φροντίδα του. Κανένας δεν μπορεί να φροντίσει και να προσφέρει με διάρκεια και ουσία σε κάποιον, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα την επακολουθούμενη διαδικασία προσφοράς και σκληρής δουλειάς, αν δεν τον αποδέχεται. Αντίθετα, αν συμφιλιωθούμε με ό,τι είμαστε, θα μπορέσουμε και να θέσουμε ρεαλιστικούς, συγκεκριμένους και επιτεύξιμους στόχους και να επωμιστούμε το βάρος της προσπάθειας για εξέλιξη και αλλαγή.
Η σύνθετη διαδικασία συμφιλίωσης με τον εαυτό μπορεί επακολούθως να επιστεγαστεί με ευγενική και ασφαλή στοχοθεσία: «Δεν είμαι κακή μητέρα, αλλά μπορώ να προσπαθήσω να περνάω περισσότερο χρόνο με τα παιδιά μου». Πρέπει επίσης να γίνει πιο συγκεκριμένη: «Θα προσπαθήσω να τους αφιερώνω σταθερά μισή ώρα την ημέρα, πριν κοιμηθούν». Επιπλέον, να είναι ρεαλιστική: « Μπορεί να μην το καταφέρνω πάντα, αλλά θα προσπαθήσω να αναπληρώνω τα Σαββατοκύριακα». Τέλος, δεν θα μπορούσε να λείπει η συνεχής επιβράβευσή μας για όσα προσπαθούμε, αλλά και η ανοχή για όσα δεν πραγματώσαμε ακόμα.
Η φωταγωγημένη περίοδος των Χριστουγέννων, οι κοινωνικές επιταγές ευτυχίας και λάμψης αποκαλύπτουν από μόνα τους τη σκοτεινή και ανομολόγητη θλίψη αυτής της παράδοξης στιγμής αποχαιρετισμών και κρίσεων. Στο τέλος κάθε χρονιάς, οφείλουμε πρώτα απ’όλα έναν θετικό απολογισμό. Κάτι πετύχαμε περισσότερο και κάτι λιγότερο. Δεν πειράζει, του χρόνου πάλι.